δαιμονικῆς

δαιμονικῆς
δαιμονικός
possessed by a demon
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αγικός — ή, ό [άγιος] 1. αυτός που αναφέρεται σε άγιο 2. (ο πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα αγικά α) όλα τα εκκλησιαστικά αντικείμενα, όπως εικόνες, άμφια, σκεύη, άνθη επιταφίου κ.λπ. β) θρησκευτικές ιεροτελεστίες (ευχέλαιο, αγιασμός, εξορκισμοί) που αποβλέπουν… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ερμείας — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιστορικός (4oς αι. π.Χ.). Καταγόταν από την Ερμούπολη της Αιγύπτου. Έγραψε τα Πάτρια της Ερμουπόλεως. 2. Ο Μηθυμναίος (4ος αι. π.Χ.). Ιστορικός που έγραψε τα Σικελικά. 3. Ο Αλεξανδρεύς (5ος αι. μ.Χ.). Νεοπλατωνικός… …   Dictionary of Greek

  • Χόφμαν, Ερνστ Τέοντορ Αμαντέους — (Hoffmann, Κένιξμπεργκ 1776 – Βερολίνο 1822). Γερμανός συγγραφέας. Ο X. αποτελεί έναν ιδιαίτερο κρίκο στη μετάβαση από τον ρομαντισμό στον ρεαλισμό. Ικανός να πλάθει τρομακτικές και φασματικές καταστάσεις και φρικτούς εφιάλτες σε μια ατμόσφαιρα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”